- αυτοδίδακτος
- autodidacte
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αὐτοδίδακτος — self taught masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδίδακτος — και χτος, η, ο (AM αὐτοδίδακτος, ον) αυτός που έμαθε κάτι μόνος του αρχ. έμφυτος, ενστικτώδης … Dictionary of Greek
Πενία αὐτοδίδακτος. — См. Бедность учит, а счастье портит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτοδιδάκτως — αὐτοδίδακτος self taught adverbial αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτον — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc sg αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτοις — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτου — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτους — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδιδάκτῳ — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτα — αὐτοδίδακτος self taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοδίδακτε — αὐτοδίδακτος self taught masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)